μισοδανειστής
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
μισοδανειστοῦ, ὁ, hater of usurers, Choerob.in Theod.1.186, EM435.28.
German (Pape)
[Seite 191] die Wucherer hassend, E. M. 435, 28.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοδᾰνειστής: -οῦ, ὁ, ὁ μισῶν τοὺς δανειστάς, Μέγ. Ἐτυμολ. 435. 28.
Greek Monolingual
μισοδανειστής, ὁ (Μ)
αυτός που μισεί, που διάκειται εχθρικά προς τους δανειστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + δανειστής.