μισοπάτωρ
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, (πατήρ) hating one's father, D.H.4.28.
German (Pape)
[Seite 192] ορος, den Vater hassend, D. Hal. 4, 28.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοπάτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (πᾰτὴρ) ὁ μισῶν τὸν ἑαυτοῦ πατέρα, Διον. Ἁλ. 4. 28.
Greek Monolingual
μισοπάτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που μισεί τον πατέρα του
2. αυτός που μισεί τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -πάτωρ(< πατήρ), πρβλ. φιλοπάτωρ.