μισοπάτωρ

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοπάτωρ Medium diacritics: μισοπάτωρ Low diacritics: μισοπάτωρ Capitals: ΜΙΣΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: misopátōr Transliteration B: misopatōr Transliteration C: misopator Beta Code: misopa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, (πατήρ) hating one's father, D.H.4.28.

German (Pape)

[Seite 192] ορος, den Vater hassend, D. Hal. 4, 28.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοπάτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (πᾰτὴρ) ὁ μισῶν τὸν ἑαυτοῦ πατέρα, Διον. Ἁλ. 4. 28.

Greek Monolingual

μισοπάτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που μισεί τον πατέρα του
2. αυτός που μισεί τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -πάτωρ(< πατήρ), πρβλ. φιλοπάτωρ.