μισόπαις
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. παιδος, hating one's children, Luc.Abd.18.
French (Bailly abrégé)
παιδος (ὁ, ἡ)
qui hait les enfants.
Étymologie: μισέω, παῖς.
German (Pape)
[ῑ], παιδος, Knaben, Kinder hassend, Luc. Abdic. 18.
Russian (Dvoretsky)
μῑσόπαις: παιδος adj. ненавидящий детей Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόπαις: ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὰ παιδία, τὰ τέκνα, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 18.
Greek Monolingual
μισόπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μισεί τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + παῖς (πρβλ. φιλόπαις)].
Greek Monotonic
μῑσόπαις: ὁ, ἡ, αυτός που απεχθάνεται τα νεαρά αγόρια ή, γενικά, τα παιδιά, σε Λουκ.
Middle Liddell
μῑσό-παις,
hating boys or children, Luc.