μισόπαις

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόπαις Medium diacritics: μισόπαις Low diacritics: μισόπαις Capitals: ΜΙΣΟΠΑΙΣ
Transliteration A: misópais Transliteration B: misopais Transliteration C: misopais Beta Code: miso/pais

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. παιδος, hating one's children, Luc.Abd.18.

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
qui hait les enfants.
Étymologie: μισέω, παῖς.

German (Pape)

[ῑ], παιδος, Knaben, Kinder hassend, Luc. Abdic. 18.

Russian (Dvoretsky)

μῑσόπαις: παιδος adj. ненавидящий детей Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόπαις: ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὰ παιδία, τὰ τέκνα, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 18.

Greek Monolingual

μισόπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μισεί τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + παῖς (πρβλ. φιλόπαις)].

Greek Monotonic

μῑσόπαις: ὁ, ἡ, αυτός που απεχθάνεται τα νεαρά αγόρια ή, γενικά, τα παιδιά, σε Λουκ.

Middle Liddell

μῑσό-παις,
hating boys or children, Luc.