μοιρολόγχος
From LSJ
ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines
English (LSJ)
ὁ, (λέλογχα) partaker, Poll.8.136 (pl., μοιρίλογχοι Hsch.).
German (Pape)
[Seite 198] Teil habend, Poll. 8, 136, ἐπὶ τῶν μετεχόντων κακουργήματος.
Greek Monolingual
μοιρολόγχος, ὁ (Α)
αυτός που συμμετέχει σε κάτι, ιδίως κακό, μέτοχος, κοινωνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -λόγχος (< λόγχη «μοίρα» < λαγχάνω), πρβλ. εύλογχος).