μοιχόληπτος

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

German (Pape)

[Seite 199] beim Ehebruch ertappt, Schol. Od. 8, 332.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχόληπτος: -ον, ὁ, ὁ ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ συλλαμβανόμενος μοιχεύων· ‒ τὰ μοιχόληπτα, = μοιχάγρια Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ο. 332.

Greek Monolingual

μοιχόληπτος, -ον (Α)
1. αυτός που συλλαμβάνεται επ' αυτοφώρω να μοιχεύει
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοιχόληπτα
τα μοιχάγρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. ερωτόληπτος].