μολυβήθρα
From LSJ
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
Greek Monolingual
η·1. τεμάχιο μολύβδου, βαρίδι, που προσαρμόζεται στο άκρο της ορμιάς και στη βάση τών διχτιών για ευχερέστερη καταβύθιση στο νερό
2. το βαρίδι της στάθμης τών χτιστών
3. η καντηλήθρα
4. μολύβδινο έλασμα με το οποίο περιέβαλλαν τον πυριτόλιθο στα παλαιά όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβι + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. δακτυλήθρα, κολυμβήθρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].