μυδόεις
From LSJ
English (LSJ)
μυδόεσσα, μυδόεν, = μυδαλέος, Nic. Th.308 (v.l.), 362.
German (Pape)
[Seite 213] εσσα, εν, = μυδαλέος, Nic. Ther. 362.
Greek (Liddell-Scott)
μῠδόεις: εσσα, εν, = μυδαλέος, Νικ. Θηρ. 362.
Greek Monolingual
μυδόεις, -εσσα, -εν (Α)
μυδαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύδος (ΙΙ) «υγρασία» + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερόεις)].