μυδών

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠδών Medium diacritics: μυδών Low diacritics: μυδών Capitals: ΜΥΔΩΝ
Transliteration A: mydṓn Transliteration B: mydōn Transliteration C: mydon Beta Code: mudw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,
A fungous flesh in an ulcer, Poll.4.191.
II μύδωνος is prob. f.l. in D.Chr.47.18 (μυλῶνος Casaubon).

German (Pape)

[Seite 213] ῶνος, ὁ, in Fäulniß übergehendes Fleisch, σὰρξ σομφή, Poll. 4, 191.

Greek (Liddell-Scott)

μῠδών: -ῶνος, ὁ, κρέας σεσηπὸς ἐν ἕλκει, Πολυδ. Δ΄, 191.

Greek Monolingual

μυδών, ὁ (Α)
σάρκα σαπισμένη σε τραύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυδ- του μυδῶ «είμαι μούσκεμα» + επίθημα -ών (πρβλ. βομβών, φαγών)].