μυδών
From LSJ
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A fungous flesh in an ulcer, Poll.4.191.
II μύδωνος is prob. f.l. in D.Chr.47.18 (μυλῶνος Casaubon).
German (Pape)
[Seite 213] ῶνος, ὁ, in Fäulniß übergehendes Fleisch, σὰρξ σομφή, Poll. 4, 191.
Greek (Liddell-Scott)
μῠδών: -ῶνος, ὁ, κρέας σεσηπὸς ἐν ἕλκει, Πολυδ. Δ΄, 191.
Greek Monolingual
μυδών, ὁ (Α)
σάρκα σαπισμένη σε τραύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυδ- του μυδῶ «είμαι μούσκεμα» + επίθημα -ών (πρβλ. βομβών, φαγών)].