ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
[Seite 215] ἡ, = κυνάμυια, Lob. zu Phryn. 689.
μυῑάκῠνᾰ: ἡ, = κυνάμυια, Ἡσύχ.· Λοβ. Φρύνιχ. 689.
μυιάκυνα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κυνάμυια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + κύων, αιτ. κύνα «σκύλος»].