νήστιμος
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
νήστιμον, of abstinence, ἑβδομάδες PFlor.384.55 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 254] zum Fasten gehörig, ἡμέρα, Fasttag, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
νήστιμος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς νηστείαν, κοινῶς νηστήσιμος, νήστιμος ἡμέρα Συνέσ. 172C.
Greek Monolingual
νήστιμος, -ον (ΑΜ, Α και νήστειμος, -ον)
αυτός που ανήκει στη νηστεία ή που κατά τη διάρκειά του γίνεται νηστεία («τοὺς νηστείμους ἑβδομάδας», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + κατάλ. -ιμος (πρβλ. γνώριμος, κάρπιμος)].