νήστιμος

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήστῐμος Medium diacritics: νήστιμος Low diacritics: νήστιμος Capitals: ΝΗΣΤΙΜΟΣ
Transliteration A: nḗstimos Transliteration B: nēstimos Transliteration C: nistimos Beta Code: nh/stimos

English (LSJ)

νήστιμον, of abstinence, ἑβδομάδες PFlor.384.55 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 254] zum Fasten gehörig, ἡμέρα, Fasttag, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

νήστιμος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς νηστείαν, κοινῶς νηστήσιμος, νήστιμος ἡμέρα Συνέσ. 172C.

Greek Monolingual

νήστιμος, -ον (ΑΜ, Α και νήστειμος, -ον)
αυτός που ανήκει στη νηστεία ή που κατά τη διάρκειά του γίνεται νηστεία («τοὺς νηστείμους ἑβδομάδας», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + κατάλ. -ιμος (πρβλ. γνώριμος, κάρπιμος)].