νακτός

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νακτός Medium diacritics: νακτός Low diacritics: νακτός Capitals: ΝΑΚΤΟΣ
Transliteration A: naktós Transliteration B: naktos Transliteration C: naktos Beta Code: nakto/s

English (LSJ)

νακτή, νακτόν, (νάσσω)
A close-pressed, solid, ἄμμου χώμασι νακτῆς Plu. CG7; τὰ νακτά felt, Hsch.
II dub. sens. in CRAcad.Inscr.1930.213 (Susa, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 228] zusammengedichtet, gefilzt, Plut. C. Graech. 7; gewalkt, VLL.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
foulé.
Étymologie: νάσσω.

Russian (Dvoretsky)

νακτός: плотно убитый, утоптанный (χώματα ἄμμου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νακτός: -ή, -όν, συμπεπυκνωμένος, πυκνός, στερεός, χώμασι νακτοῖς (κατὰ Schäf. ἀντὶ χώμασιν ἀκτοῖς) Πλουτ. Γ. Γράκχ. 7· τὰ νακτά, συμπεπιλημένα ἔρια, «νακτά· τοὺς πίλους. καὶ τὰ ἐμπίλια» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νακτός, -ή, -όν (Α)
1. συμπυκνωμένος, πυκνός, συμπαγής, στερεός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νακτά
οι «πίλοι», τα πιλήματα, δηλαδή μαλλιά συμπιεσμένα, υφάσματα από συμπιεσμένα μαλλιά, κν. κετσές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νακ- του ρ. νάσσω «πιέζω, συσσωρεύω» + επίθημα -τός (πρβλ. μακτός, σφακτός)].

Greek Monotonic

νακτός: -ή, -όν (νάσσω), συμπιεσμένος, στέρεος, συμπαγής, πυκνός.

Middle Liddell

νακτός, νάσσω
close-pressed, solid.