ναυμαχητέον
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
one must fight by sea, Arist.Rh.1376a2.
Greek (Liddell-Scott)
ναυμαχητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ ναυμαχέω, δεῖ ναυμαχεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15. 14.
Greek Monotonic
ναυμᾰχητέον: ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο πρέπει να δοθεί μάχη στη θάλασσα, σε Αριστ.