ναύπλιος
From LSJ
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
English (LSJ)
ὁ, a kind of shellfish, Peripl.M.Rubr.17; f.l. for ναυτίλος, Artem.2.14.
Greek Monolingual
ο (Α ναύπλιος)
νεοελλ.
ζωολ. ενδιάμεση μορφή τών περισσότερων καρκινοειδών, το πρώτο προνυμφικό στάδιο μετά την εκκόλαψη, κατά το οποίο το ζώο κολυμπά ελεύθερα
αρχ.
είδος οστρακοδέρμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ. γρφ. αντί ναυτίλος ή ναργίλιος].