νεάγγελτος
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
νεάγγελτον, newly or lately told, φάτις A.Ch.736.
German (Pape)
[Seite 234] neulich, eben erst gemeldet, verkündet, φάτις, Aesch. Ch. 725.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement annoncé.
Étymologie: νέος, ἀγγέλλω.
Russian (Dvoretsky)
νεάγγελτος: только что или недавно возвещенный (φάτις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
νεάγγελτος: -ον, ὁ νεωστὶ ἢ ἐσχάτως ἀγγελθείς, φάτις Αἰσχύλ. Χο. 736.
Greek Monolingual
νεάγγελτος, -ον (Α)
αυτός που αναγγέλθηκε ή ανακοινώθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ἀγγέλλω].
Greek Monotonic
νεάγγελτος: -ον (ἀγγέλλω), αυτός που έχει πρόσφατα αναγγελθεί, σε Αισχύλ.