νηφαλισμός
From LSJ
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
English (LSJ)
ὁ, metaph., soberness, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
νηφᾰλισμός: ὁ, = τῷ προηγ.: μεταφορ., σωφροσύνη, «προσοχὴ» Σουΐδ.
Greek Monolingual
νηφαλισμός, ὁ (Α) νηφαλίζω
(κατά το λεξ. Σούδα)
1. νηφαλιότητα
2. μτφ. προσοχή.
German (Pape)
ὁ, = νηφαλιότης, übertragen, Besonnenheit, Aufmerksamkeit, Suid. erkl. προσοχή.