νογώ

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

Greek Monolingual

και νογάω
1. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, νιώθω
2. έχω ορισμένη ικανότητα, είμαι επιδέξιος, μπορώ να κάνω κάτι («δε νογάει από αυτά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. νοῶ με ανάπτυξη -γ- (πρβλ. αέρας: αγέρας)].