νομαρχία
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ἡ, nomarchy, province or district of a νομάρχης, PPetr.3p.78, al. (iii B.C.), prob. in D.S.19.85; ἡ τῆς ν. τράπεζα PTeb.350.4 (i A.D.); ὁ τῆς νομαρχίας λόγος Meyer Ostr.42 (iii A.D.).
German (Pape)
ἡ, die Würde, das Amt des νομάρχης, DS. 19.85, Conj. Wesseling für ναυαρχία.
Russian (Dvoretsky)
νομαρχία: ἡ номархия, звание или должность номарха (Diod. - v.l. к ναυαρχία).
Greek (Liddell-Scott)
νομαρχία: ἡ, ἡ ἐπαρχία νομάρχου, διάφ. γραφ. ἐν Διοδ. 19. 85.
Greek Monolingual
η (ΑΜ νομαρχία) νομάρχης
διοικητική περιφέρεια που διοικείται από νομάρχη, νομός
νεοελλ.
1. το αξίωμα του νομάρχη
2. το οίκημα στο οποίο εδρεύει ο νομάρχης και οι νομαρχιακές υπηρεσίες, το νομαρχείο.