ναυαρχία
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
English (LSJ)
ἡ,
A command of a fleet, Th.8.20,33; period of such command, X.HG1.5.1: pl., Arist.Pol.1322b3.
II naval supremacy, ib.1274a12.
III fleet, Lyc.733.
German (Pape)
[Seite 230] ἡ, Befehl über ein od. mehrere Schiffe; Thuc. 8, 20; Arist. u. Folgde; τῆς ναυαρχίας παρεληλυθυίας, als die Zeit seines Oberbefehls über die Flotte vorbei war, Xen. Hell. 1, 5, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
commandement d'un vaisseau ou d'une flotte.
Étymologie: ναύαρχος.
Russian (Dvoretsky)
ναυαρχία: ἡ
1 должность наварха, командование флотом Thuc. etc.;
2 срок командования флотом: τῆς ναυαρχίας παρεληλυθυίας Xen. так как срок командования флотом истек;
3 морское превосходство, господство на море (ἐν τοῖς Μηδικοῖς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ναυαρχία: ἡ, ἡ ἀρχηγία, διοίκησις στόλου, τὸ ἀξίωμα τοῦ ναυάρχου, Θουκ. 8. 20 καὶ 33· ἡ περίοδος τοῦ ἀξιώματος αὐτοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 1. 5. 1. ΙΙ. ναυτικὴ ὑπεροχή, ἡγεμονία, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 5. ΙΙΙ. στόλος, Λυκόφρ. 733.
Greek Monolingual
η (Α ναυαρχία) ναύαρχος
1. αρχηγία, διοίκηση στόλου, εξουσία ή δικαιοδοσία ναυάρχου
2. χρονική διάρκεια της αρχηγίας ενός ναυάρχου («τῆς ναυαρχίας παρεληλυθυίας Λύσανδρον ἐξέπεμψαν ναύαρχον», Ξεν.)
αρχ.
1. ναυτική υπεροχή, ηγεμονία στη θάλασσα
2. στόλος.
Greek Monotonic
ναυαρχία: ἡ, διοίκηση στόλου, αξίωμα ναυάρχου, σε Θουκ.· η χρονική περίοδος του αξιώματος του ναυάρχου, σε Ξεν.
Middle Liddell
ναυαρχία, ἡ, [from ναύαρχος
the command of a fleet, office of ναύαρχος, Thuc.: the period of his command, Xen.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
imperium navale, naval command, 8.20.1, 8.33.1,
ut adiret s. capesseret imperium, that he might undertake the command. 8.39.2, 8.85.1.