νυκτιπραξία

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek (Liddell-Scott)

νυκτιπραξία: ἡ, πρᾶξις νυκτερινή, Σχόλ. Ἐνετ. εἰς Ὅμ. Ἰλ. Κ. 215.

Greek Monolingual

νυκτιπραξία, ἡ (Α)
νυχτερινή πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -πραξία (< -πρακτος < πράττω), πρβλ. ισοπραξία].

German (Pape)

ἡ, das Handeln bei Nacht, Schol. Il. 10.215.