νυκτομαχία
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
Ion. νυκτομαχίη, ἡ, night battle, Hdt.1.74, Th.7.44, Chor. p.30 B.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
combat de nuit.
Étymologie: νύξ, μάχη.
German (Pape)
ἡ, Schlacht bei Nacht, Nachtkampf; Her. 1.74; Thuc. 7.44; Plut. Pyrrh. 32, öfter.
Russian (Dvoretsky)
νυκτομᾰχία: ион. νυκτομαχίη ἡ ночное сражение Her., Thuc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτομᾰχία: Ἰων. -ίη, ἡ, μάχη ἐν νυκτί, Ἡρόδ. 1. 74, Θουκ. 7. 44.
Greek Monolingual
νυκτομαχία και ιων. τ. νυκτομαχίη, ἡ (Α) νυκτομαχώ
μάχη που γίνεται τη νύχτα.
Greek Monotonic
νυκτομᾰχία: ἡ, Ιων. -ίη, νυχτερινή μάχη, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
νυκτομᾰχία, ἡ,
a night- battle, Hdt., Thuc.