νυκτωπός

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτωπός Medium diacritics: νυκτωπός Low diacritics: νυκτωπός Capitals: ΝΥΚΤΩΠΟΣ
Transliteration A: nyktōpós Transliteration B: nyktōpos Transliteration C: nyktopos Beta Code: nuktwpo/s

English (LSJ)

νυκτωπόν, (ὤψ) = νυκτερωπός, λαθοσύνα E.IT1279 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui voit en pleine nuit.
Étymologie: νύξ, ὤψ.

German (Pape)

νυκτερωπός, Λαθοσύνα, Eur. I.T. 1279.

Russian (Dvoretsky)

νυκτωπός: Eur. = νυκτερωπός.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτωπός: -όν, (ὢψ) = νυκτερωπός, λαθοσύνα, Εὐρ. Ι. Τ. 1279.

Greek Monolingual

νυκτωπός, -όν (Α) νυξ
νυκτερωπός.

Greek Monotonic

νυκτωπός: -όν (ὤψ), = νυκτερωπός, σε Ευρ.

Middle Liddell

νυκτ-ωπός, όν [ὤψ] = νυκτερωπός, Eur.]