νόζεμα

From LSJ

νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → they manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous | They manage the home, and guard within the house the sea-borne wares. No house is clean or prosperous if the wife is absent.

Source

Greek Monolingual

ή νόσημα, το
(μικρβλ.) γένος πρωτοζώων της συνομοταξίας κηδοσπορίδια, τα οποία είναι παράσιτα εντόμων και προξενούν διάφορες νόσους, όπως λ.χ. την πιπερίτιδα του μεταξοσκώληκα και τη νοζεμίαση τών μελισσών.