ξέστριξ

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξέστριξ Medium diacritics: ξέστριξ Low diacritics: ξέστριξ Capitals: ΞΕΣΤΡΙΞ
Transliteration A: xéstrix Transliteration B: xestrix Transliteration C: ksestriks Beta Code: ce/stric

English (LSJ)

κριθή, six-rowed barley (Cnid.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 278] ἡ, = ξέστης, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ξέστριξ: ἡ, = ξέστης, Ἡσύχ.· ἴδε Λοβ. Παρλ. 18.

Greek Monolingual

ξέστριξ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κριθάρι με στάχυ που αποτελείται από έξι σειρές κόκκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν η λ. θεωρηθεί συνθ., τότε το α' συνθετικό της πρέπει να ανάγεται σε αρχαία αμάρτυρη μορφή kseks του αριθμητικού ἕξ (πρβλ. λατ. sex). Αν η λ. συνδεθεί με τον τ. ξέστης, θα πρέπει να αναχθεί στη ρωμαϊκή εποχή. Σε ό,τι αφορά, εξάλλου, το β' συνθετικό της, πολλοί το συνδέουν με λατ. striga «γραμμή, στίχος, μέτρο αγρού», γεγονός που θα προϋπέθετε την επιβίωση στο ξέστριξ μιας αρχαιότατης λέξης άγνωστης ετυμολ.].