ξεθύμασμα
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
Greek Monolingual
το ξεθυμαίνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεθυμαίνω, εξάτμιση, εξαέρωση, ξέσπασμα, ξεθύμωμα, εξασθένηση, καταπράυνση
2. στον πληθ. τα ξεθυμάσματα
ιατρ. δερματικά εξανθήματα του προσώπου που εμφανίζονται συνήθως στα νεαρά άτομα.