Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
1. ανακαλώ όσα είπα, αναιρώ τα λόγια μου
2. φρ. «λέω και ξελέω» — αλλάζω γνώμη, δεν είμαι συνεπής («δεν τον εμπιστεύομαι, γιατί λέει και ξελέει»).