ξελέω

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883

Greek Monolingual

1. ανακαλώ όσα είπα, αναιρώ τα λόγια μου
2. φρ. «λέω και ξελέω» — αλλάζω γνώμη, δεν είμαι συνεπής («δεν τον εμπιστεύομαι, γιατί λέει και ξελέει»).