ξενιάζω

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek (Liddell-Scott)

ξενιάζω: ξενίζω, Κ. Πορφ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 150, 23.

Greek Monolingual

ξενιάζω (Μ) ξένος
υποδέχομαι και περιποιούμαι ξένο, φιλοξενώ.