ξεχρεώνω

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152

Greek Monolingual

1. απαλλάσσω κάποιον από χρέος, από οφειλή («με τις λίγες οικονομίες που είχα ξεχρέωσα τον πατέρα μου»)
2. εξοφλώ, απαλείφω χρέος, διαγράφω οφειλήδουλεύω σκληρά για να ξεχρεώσω το σπίτι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + χρεώνω].