φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
1. απαλλάσσω κάποιον από χρέος, από οφειλή («με τις λίγες οικονομίες που είχα ξεχρέωσα τον πατέρα μου»)2. εξοφλώ, απαλείφω χρέος, διαγράφω οφειλή («δουλεύω σκληρά για να ξεχρεώσω το σπίτι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + χρεώνω].