ξηρασμός

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρασμός Medium diacritics: ξηρασμός Low diacritics: ξηρασμός Capitals: ΞΗΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: xērasmós Transliteration B: xērasmos Transliteration C: ksirasmos Beta Code: chrasmo/s

English (LSJ)

gloss on αὐασμός, Erot.

German (Pape)

[Seite 279] ὁ, = ξήρανσις, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξηρασμός: ξηρασία, Ἐρωτιαν. σ. 44.

Greek Monolingual

ξηρασμός (Α)
αποξήρανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξηρασ- του ξηραίνω (πρβλ. ξηρασία) + κατάλ. -μός (πρβλ. αυασμός)].