ξυλιάζω

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

ξύλο
1. γίνομαι σκληρός και άκαμπτος σαν το ξύλο («ξύλιασαν τα πόδια μου από το κρύο»)
2. καθιστώ κάποιον ή κάτι σκληρό και άκαμπτο όπως το ξύλο («το ξεροβόρι μού ξύλιασε τη μύτη»)
3. ξυλοκοπώ, δέρνω.