οἰνηρός
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
English (LSJ)
ά, όν,
A of or belonging to wine, θεράπων a butler, Anacr.161; λοιβαί E.IT164; τρύξ Nic.Al.534; σταγόνες AP9.406 (Antig. Caryst.); vinous, ὑγρότης Arist.Pr.873a20; steeped in wine, σπλῆνες Hp.Fract.24; ἰητρείη treatment by vinous applications, ib.34.
II containing wine, κεράμιον Hdt.3.6, Cratin. 461; φιάλαι Pi.N.10.43; κρωσσοί A.Fr.96 (anap.); ὀξύβαφον Cratin. 187; τεύχη E.Ion1179; ἀγγεῖον Alex.55, cf. AJA16.13 (Sardis, 300 B.C.); μέτρα wine-measures, Arist.EN1135a2; οἰνηρά, ἡ, tax on wine, IG22.1707 (iii B. C.).
III of countries, rich in wine, Χίος Call.Fr. 115, cf. AP7.457 (Aristo).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 qui consiste en vin;
2 qui contient du vin (coupe, vase, etc.).
Étymologie: οἶνος.
German (Pape)
voll Wein, Wein enthaltend; φιάλαι, Pind. N. 10.43; πίθοι, Aesch. frg. 328; κεράμιον, Her. 3.6; Cratin. bei Ath. XI.494; μέτρα, Weinmaße, Arist. eth. 5.7; Ael. H.A. 7.28.
Russian (Dvoretsky)
οἰνηρός:
1 винный (φιάλαι Pind.; κεράμιον Her.; λοιβαί Eur.; μέτρα Arst.): οἰ. θεράπων Anacr. виночерпий;
2 богатый виноградниками (θειλόπεδα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰνηρός: -ά, -όν, ὁ τοῦ οἴνου, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν οἶνον, Λατιν. vinosus, οἰν. θεράπων, ὁ τοῦ οἴνου ὑπηρέτης, κεραστής, Ἀνακρ. 158· οἰν. λοιβαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 164· - ἐμβεβαπτισμένος εἰς οἶνον, διάβροχος ἐξ οἴνου, ἐπὶ ἐπιδέσμων, Ἱππ. Ἀγμ. 766· οἰν. ἰατρική, ἡ δι’ οἰνηρῶν ἐπιθεμάτων θεραπευτική, αὐτόθι 774. ΙΙ. ὁ περιέχων οἶνον, κεράμιον Ἡρόδ. 3. 6· οἰν. φιάλαι, πλατέα ποτήρια οἴνου, Πινδ. Ν. 10. 81· μήτε κρωσσοὺς μήτ’ οἰνηροὺς μήθ’ ὑδατηροὺς λήγειν ἀφνεοῖσι δόμοισιν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 96· ὀξύβαφον Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 8· μέτρα οἰν., μέτρα οἴνου, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 7, 5. ΙΙΙ. ἐπὶ χωρῶν, ὁ ἔχων ἄφθονον οἶνον, Χίος Καλλ. Ἀποσπ. 115, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 457.
English (Slater)
οἰνηρός wine- σὺν οἰνηραῖς φιάλαις (N. 10.43)
Greek Monolingual
οἰνηρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» — ο υπηρέτης του οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.)
2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.)
3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί
4. (για θεραπευτική μέθοδο) αυτή που γίνεται με επιθέματα εμβαπτισμένα στον οίνο («οἰνηρὴ ἰητρείη», Ιπποκρ.)
5. γεμάτος κρασί, αυτός που περιέχει κρασί (α. «οἰνηραὶ φιάλαι» — πλατιά ποτήρια κρασιού, Πίνδ.
β. «κεράμιον οἰνηρόν», Ηρόδ.)
6. (για μέτρο) αυτός που χρησιμεύει για τη μέτρηση του οίνου («οὐ γὰρ πανταχοῦ ἴσα τὰ οἰνηρὰ καὶ σιτηρὰ μέτρα», Αριστοτ.)
7. (για χώρα) αυτός που παράγει οίνο, οινοπαραγωγός («Χίος οἰνηρά», Καλλ.)
8. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰνηρά
φόρος για τον οίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. λαχανηρός)].
Greek Monotonic
οἰνηρός: -ά, -όν,
I. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρασί, σε Ευρ.
II. αυτός που περιέχει κρασί, σε Ηρόδ., Πίνδ.
III. λέγεται για τόπους, περιοχές, πλούσιος, παραγωγικός σε κρασί, σε Ανθ.
Middle Liddell
οἰνηρός, ή, όν
I. of wine, Eur.
II. containing wine, Hdt., Pind.
III. of countries, rich in wine, Anth.