οποπάναξ
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
Greek Monolingual
ο (Α ὀποπάναξ)
αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, αποτελεί γένος το οποίο ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα
αρχ.
ο οπός του παραπάνω φυτού, ο οποίος χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός «χυμός φυτού» + πάναξ «είδος φυτού». Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. opopanax].