ουρανίδης
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Greek Monolingual
οὐρανίδης, δωρ. τ. οὐρανίδας, ὁ (Α)
1. ο γιος του Ουρανού («Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου», Πίνδ.)
2. ως επίθ. ουράνιος («κήρυσσε θεοὺς τοὺς τ' οὐρανίδας τοὺς θ' ὑπὸ γαῖαν», Ευρ.)
3. στον πληθ. oἱ Οὐρανίδαι
προσωνυμία τών δώδεκα τέκνων του Ουρανού και της Γης, οι Τιτάνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Οὐρανός + κατάλ. -ίδης (πρβλ. κρονίδης)].