οἰκετεύω
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
English (LSJ)
A = οἰκέω, inhabit, E.Alc.437 (lyr.).
II οἰκετεύεται· συνοικεῖ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 299] ein οἰκέτης sein, bewohnen; χαίρουσα τὸν ἀνάλιον οἶκον οἰκετεύοις, Eur. Alc. 439; οἰκετεύεται erkl. Hesych. συνοικεῖ, Diener sein.
French (Bailly abrégé)
habiter, acc..
Étymologie: οἰκέτης.
Russian (Dvoretsky)
οἰκετεύω: обитать, населять (τὸν ἀνάλιον οἶκον Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκετεύω: οἰκέω, κατοικῶ, χαίρουσά μοι ... τὸν ἀνάλιον οἶκον οἰκετεύοις Εὐρ. Ἄλκ. 437. ΙΙ. ἀποθ. οἰκετεύομαι, συνοικῶ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
οἰκετεύω (Α) οικέτης
1. οικώ, κατοικώ
2. (κατά τον Ησύχ.) «οἰκετεύεται, συνοικεῖ».
Greek Monotonic
οἰκετεύω: διαμένω, κατοικώ, σε Ευρ.