οἰστέος

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστέος Medium diacritics: οἰστέος Low diacritics: οιστέος Capitals: ΟΙΣΤΕΟΣ
Transliteration A: oistéos Transliteration B: oisteos Transliteration C: oisteos Beta Code: oi)ste/os

English (LSJ)

α, ον
A, (φέρω) to be borne, S.OC1360.
II οἰστέον = one must bear, E.Or.769; βαρὺ μέν, οἰστέον δ' ὅμως Id.Hel.268, cf. Men. 531.9.
2 one must get, κέρδος S.Ant.310.
3 one must pay, φόρον Isoc.14.10.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu'il faut porter, supporter.
Étymologie: adj. verb. de οἴσω, f. de φέρω.

Russian (Dvoretsky)

οἰστέος: adj. verb. к οἴσω (fut. к φέρω).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ φέρω, ὃν δεῖ φέρειν, Σοφ. Ο. Κ. 1360. ΙΙ. οἰστέον, δεῖ φέρει, Εὐρ. Ὀρ. 769· βαρὺ μέν, οἰστέον δ’ ὅμως ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 268. 2) δεῖ κερδαίνειν, τὸ κέρδος ἔνθεν οἰστέον Σοφ. Ἀντ. 310. 3) δεῖ εἰσφέρειν, φόρον Ἰσοκρ. 298D.

Greek Monotonic

οἰστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του φέρω·
I. αυτός που πρέπει να υποφέρουμε, να ανεχόμαστε, σε Σοφ.
II. 1. οἰστέον, κάτι που πρέπει να αντέχουμε, σε Ευρ.
2. κάτι που πρέπει να πάρουμε, το κέρδος, σε Σοφ.

Middle Liddell

οἰστέος, η, ον, verb. adj. of φέρω
I. to be borne, Soph.
II. οἰστέον one must bear, Eur.
2. one must get, κέρδος Soph.