οὐλότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ, (οὖλος B) curliness, woolliness, τῶν τριχῶν, opp. εὐθύτης, Arist. GA782a3,b28, Pr.909a30; τῶν σελίνων Philostr.Im.2.6; close-grained texture, ξύλων Thphr. CP 6.11.8, cf. HP5.2.3, etc.
German (Pape)
[Seite 414] ητος, ἡ, das Kraussein, die Krausheit (vgl. οὖλος 3), Arist. gener. anim. 5, 3. – Bei Plut. Gryll. 6, τῆς χλαμύδος οὔσης ἁλουργοῦ τὴν οὐλότητα, vom Gewande. Vgl. οὖλος.
Russian (Dvoretsky)
οὐλότης: ητος ἡ
1 курчавость (τῶν τριχῶν Arst.);
2 плотность (τῆς χλαμύδος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
οὐλότης: -ητος, ἡ, (οὖλος Β) ἡ ἰδιότης τοῦ οὔλου, τὸ βοστρυχῶδες, τῶν τριχῶν, ἀντίθετον τῷ εὐθύτης, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3. 13 κἑξ., Προβλ. 14. 4˙ τῶν σελίνων Φιλόστρ. 818 τὸ συνεστραμμένον, ξύλων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 3, π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 8, κτλ.
Greek Monolingual
οὐλότης, -ητος, ἡ (Α) [[[ούλος]] (II)]
1. η ιδιότητα του σγουρού, το να είναι κάτι βοστρυχώδες, σγουρό, κατσαρό («εἰσὶ δὲ διαφοραὶ τῶν τριχῶν κατά τε σκληρότητα καὶ μαλακότητα... καὶ εὐθύτητα καὶ οὐλότητα», Αριστοτ.)
2. το κοκκώδες, το σπυρωτό («τὴν οὐλότητα τῶν ξύλων», Θεόφρ.).