πάσμα

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάσμα Medium diacritics: πάσμα Low diacritics: πάσμα Capitals: ΠΑΣΜΑ
Transliteration A: pásma Transliteration B: pasma Transliteration C: pasma Beta Code: pa/sma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A sprinkling, ἅλμης πάσμασι σῶμα λιπάνας Axionic. 4.9.
2 Medic., powder, Posidon. ap. Aët.6.21, Alex. Trall.12.
II = πεῖσμα, leaf-stalk, also, flock of wool, Hsch.
III dub. sens. in Ostr.Bodl.i306 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 531] τό, 1) = πεῖσμα, Feigenstiel, Hesych. – 2) bei den Medic. das Aufgelegte, Pflaster, vgl. Axionic. bei Ath. VIII, 342 b.

Greek (Liddell-Scott)

πάσμα: τό, τὸ ἐπιπασσόμενον, πασπάλισμα, ἅλμης πάσμασι σῶμα λιπάνας Ἀξιόνικος ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 9. ΙΙ. ἔμπλαστορν, Ἀλέξ. Τράλλ. 11. 629.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, ΜΑ πάσσω
μσν.
επίθεμα
αρχ.
1. αυτό που πασπαλίζεται
2. (στην ιατρ.) ειδική σκόνη.
(II)
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) μίσχος, κοτσάνι
β) κουβάρι μαλλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας πενθ- του πεῖσμα (II)].