παιδοπόρος

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοπόρος Medium diacritics: παιδοπόρος Low diacritics: παιδοπόρος Capitals: ΠΑΙΔΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: paidopóros Transliteration B: paidoporos Transliteration C: paidoporos Beta Code: paidopo/ros

English (LSJ)

παιδοπόρον, through which a child passes, γένεσις AP9.311 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 441] wo ein Kind durchgeht, γένεσις, Philpp. 34 (IX, 311).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
par où passent les petits (pour naître).
Étymologie: παῖς, πορεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

παιδοπόρος: анат. служащий каналом для плода, детородный (γένεσις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

παιδοπόρος: -ον, δι’ οὗ διέρχεται παιδίον, γένεσις Ἀνθ. Π. 9. 311.

Greek Monolingual

παιδοπόρος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο διέρχεται παιδί, όπως είναι λ.χ. η μήτραπαιδοπόρος γένεσις», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσοπόρος.

Greek Monotonic

παιδοπόρος: -ον, αυτός μέσω του οποίου περνάει ένα παιδί, σε Ανθ.

Middle Liddell

παιδο-πόρος, ον,
through which a child passes, Anth.