παιδοτριβικός

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοτρῐβικός Medium diacritics: παιδοτριβικός Low diacritics: παιδοτριβικός Capitals: ΠΑΙΔΟΤΡΙΒΙΚΟΣ
Transliteration A: paidotribikós Transliteration B: paidotribikos Transliteration C: paidotrivikos Beta Code: paidotribiko/s

English (LSJ)

παιδοτριβική, παιδοτριβικόν, of or for a παιδοτρίβης: ἡ παιδοτριβική (sc. τέχνη) his art, Isoc.15.181, Arist.Pol.1338b7. Adv. παιδοτριβικῶς, λέγειν like a gymnastic master, Ar.Eq.492.

German (Pape)

[Seite 441] ή, όν, zum παιδοτρίβης u. seinem Unterrichte gehörig; ἡ παιδοτριβική, die Ningkunft, Arist. pol. 8, 3; Poll. 10, 181. – Adv., παιδοτριβικῶς λέγεις, Ar. Equ. 492, wie ein Pädotribe.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui concerne l'art du maître de gymnastique ; ἡ παιδοτριβική (τέχνη) art du maître de gymnastique.
Étymologie: παιδοτρίβης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδοτριβικός -ή -όν [παιδοτρίβης] gymnastiek-; subst. ἡ παιδοτριβική (sc. τέχνη) kunde van de gymnastiekleraar, (goed) trainerschap; adv. παιδοτριβικῶς als een gymleraar.

Greek Monolingual

παιδοτριβικός, -ή, -όν (Α) παιδοτρίβης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδοτρίβη
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοτριβική
η παλαιστική, η τέχνη της πάλης.
επίρρ...
παιδοτριβικῶς (Α)
σαν παιδοτρίβης («ἀλλ' εὖ λέγεις καὶ παιδοτριβικῶς ταυταγί», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

παιδοτρῐβικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σ' έναν παιδοτρίβην· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη του, η τέχνη της πάλης, σε Αριστ.· επίρρ., παιδοτριβικῶς, όπως ο παιδοτρίβης, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοτρῐβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παιδοτρίβην· ἡ παιδοτριβικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ παλαιστική, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 194, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 3, 13. Ἐπίρρ., παιδοτριβικῶς λέγειν, ὡς παιδοτρίβης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 492.

Middle Liddell

παιδοτρῐβικός, ή, όν [from παῐδοτρίβης]
of or for a παιδοτρίβης: ἡ -κή (sc. τέχνἠ his art, the art of wrestling, Arist.: adv., παιδοτριβικῶς like a gymnastic master, Ar.