παιδοτριβικός
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
παιδοτριβική, παιδοτριβικόν, of or for a παιδοτρίβης: ἡ παιδοτριβική (sc. τέχνη) his art, Isoc.15.181, Arist.Pol.1338b7. Adv. παιδοτριβικῶς, λέγειν like a gymnastic master, Ar.Eq.492.
German (Pape)
[Seite 441] ή, όν, zum παιδοτρίβης u. seinem Unterrichte gehörig; ἡ παιδοτριβική, die Ningkunft, Arist. pol. 8, 3; Poll. 10, 181. – Adv., παιδοτριβικῶς λέγεις, Ar. Equ. 492, wie ein Pädotribe.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui concerne l'art du maître de gymnastique ; ἡ παιδοτριβική (τέχνη) art du maître de gymnastique.
Étymologie: παιδοτρίβης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδοτριβικός -ή -όν [παιδοτρίβης] gymnastiek-; subst. ἡ παιδοτριβική (sc. τέχνη) kunde van de gymnastiekleraar, (goed) trainerschap; adv. παιδοτριβικῶς als een gymleraar.
Greek Monolingual
παιδοτριβικός, -ή, -όν (Α) παιδοτρίβης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδοτρίβη
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοτριβική
η παλαιστική, η τέχνη της πάλης.
επίρρ...
παιδοτριβικῶς (Α)
σαν παιδοτρίβης («ἀλλ' εὖ λέγεις καὶ παιδοτριβικῶς ταυταγί», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
παιδοτρῐβικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σ' έναν παιδοτρίβην· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη του, η τέχνη της πάλης, σε Αριστ.· επίρρ., παιδοτριβικῶς, όπως ο παιδοτρίβης, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοτρῐβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παιδοτρίβην· ἡ παιδοτριβικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ παλαιστική, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 194, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 3, 13. Ἐπίρρ., παιδοτριβικῶς λέγειν, ὡς παιδοτρίβης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 492.
Middle Liddell
παιδοτρῐβικός, ή, όν [from παῐδοτρίβης]
of or for a παιδοτρίβης: ἡ -κή (sc. τέχνἠ his art, the art of wrestling, Arist.: adv., παιδοτριβικῶς like a gymnastic master, Ar.