παλίρροθος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
v. παλίρροχθος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
battu par le flux et le reflux.
Étymologie: πάλιν, ῥόθος.
German (Pape)
= παλιρρόθιος, Αὐλίδος τόποι, Aesch. Ag. 183.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίρροθος: оглашаемый грохотом прибоя и отлива (Αὐλίδος τόποι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
παλίρροθος: -ον, = παλιρρόθιος, ἀλλ’ ἴδε παλίρροχθος.
Greek Monotonic
παλίρροθος: -ον, = παλιρρόθιος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
παλίρροθος, ον, = παλιρρόθιος, Aesch.]