παλιρρόθιος

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιρρόθιος Medium diacritics: παλιρρόθιος Low diacritics: παλιρρόθιος Capitals: ΠΑΛΙΡΡΟΘΙΟΣ
Transliteration A: palirróthios Transliteration B: palirrothios Transliteration C: palirrothios Beta Code: palirro/qios

English (LSJ)

η, ον, back-rushing, refluent, π. δέ μιν αὖτις πλῆξεν [τὸ κῦμα] Od. 5.430; ἤπειρόνδε παλιρρόθιον φέρε κῦμα, of the wave caused by the rock thrown by the Cyclops, 9.485; πενίης κῦμα παλιρρόθιον Luc.Epigr.2.12: generally, = παλίρροος, ναῦς παλιρρόθιος Arat.347; τὰ παλιρρόθια = παλίρροια, A.R. 1.1170.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
agité d'un mouvement de flux et de reflux.
Étymologie: παλίρροθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιρρόθιος -ον [πάλιν, ῥόθος] terugstromend.

German (Pape)

zurückrauschend, flutend, hin- und herwogend; παλιρρόθιον δέ μιν αὖτις πλῆξεν ἐπεσσύμενον, τηλοῦ δέ μιν ἔμβαλε πόντῳ, Od. 5.430; 9.485; sp.D., wie Ap.Rh. 1.1170; auch vom Schiffe, παλιρροθίη δὲ καθάπτεται ἠπείροιο, Arat. 347; von Kranichen, 1014.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιρρόθιος: с шумом текущий обратно, текущий назад, обратно хлынувший (κῦμα Hom., Anth.).

English (Autenrieth)

(ῥόθος): surging back, refluent, Od. 5.430 and Od. 9.485.

Greek Monolingual

παλιρρόθιος, -ίη, -ον (Α)
1. (για κύμα) αυτός που φέρεται προς τα πίσω
2. παλίρρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ρόθος «ορμητική κίνηση» (πρβλ. αλίρροθος)].

Greek Monotonic

πᾰλιρρόθιος: -η, -ον, αυτός που έρχεται προς τα πίσω, παλιρροϊκός, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιρρόθιος: -η, -ον, ἐπὶ κύματος, τὸ εἰς τοὐπίσω φερόμενον, παλιρρόθιον δέ μιν αὖτις πλῆξεν [τὸ κῦμα] Ὀδ. Ε. 430· ἠπειρόνδε παλιρρόθιον φέρε κῦμα, ἐπὶ τοῦ κύματος τοῦ διεγερθέντος ὅτε ὁ Κύκλωψ ἔρριψε τὴν μεγάλην πέτραν κατὰ τοῦ πλοίου, Ι. 485· πενίης κῦμα π. Ἀνθολ. Π. 9. 367, 12· - καθόλου, = παλίρροος, ἐπὶ νεώς, παλιρροθίη δὲ καθάπτεται ἠπείροιο Ἄρατ. 347· τὰ πολιρρόθια = παλίρροια, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1170.

Middle Liddell

πᾰλιρρόθιος, η, ον, back-rushing, refluent, Od.