παλίρροχθος

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίρροχθος Medium diacritics: παλίρροχθος Low diacritics: παλίρροχθος Capitals: ΠΑΛΙΡΡΟΧΘΟΣ
Transliteration A: palírrochthos Transliteration B: palirrochthos Transliteration C: palirrochthos Beta Code: pali/rroxqos

English (LSJ)

παλίρροχθον, roaring with ebb and flow, of Aulis, prob. in A.Ag.190 (lyr., restd. metri gr. for παλιρρόθοις).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίρροχθος -ον [πάλιν, ῥόχθος] waar eb en vloed heen en weer stromen.

Greek Monolingual

παλίρροχθος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί από τον ήχο τών παλιρροιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥόχθος «βοή κυμάτων»].

Greek Monotonic

παλίρροχθος: -ον, αυτός που «βρυχάται» από την πλημμυρίδα και την άμπωτη, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

παλίρροχθος: -ον, ὁ ἠχῶν ἐκ τοῦ ῥόχθου τῶν παλιρροιῶν, παλιρρόχθοις ἐν Αὐλίδος τόποις Αἰσχύλ. Ἀγ. 191 (ὡς ὁ Ahr. χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ παλιρρόθοις).

Middle Liddell

παλίρ-ροχθος, ον,
roaring with ebb and flow, Aesch.