παλίρροχθος
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
English (LSJ)
παλίρροχθον, roaring with ebb and flow, of Aulis, prob. in A.Ag.190 (lyr., restd. metri gr. for παλιρρόθοις).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίρροχθος -ον [πάλιν, ῥόχθος] waar eb en vloed heen en weer stromen.
Greek Monolingual
παλίρροχθος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί από τον ήχο τών παλιρροιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥόχθος «βοή κυμάτων»].
Greek Monotonic
παλίρροχθος: -ον, αυτός που «βρυχάται» από την πλημμυρίδα και την άμπωτη, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
παλίρροχθος: -ον, ὁ ἠχῶν ἐκ τοῦ ῥόχθου τῶν παλιρροιῶν, παλιρρόχθοις ἐν Αὐλίδος τόποις Αἰσχύλ. Ἀγ. 191 (ὡς ὁ Ahr. χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ παλιρρόθοις).