παλινόρμητος

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐνόρμητος Medium diacritics: παλινόρμητος Low diacritics: παλινόρμητος Capitals: ΠΑΛΙΝΟΡΜΗΤΟΣ
Transliteration A: palinórmētos Transliteration B: palinormētos Transliteration C: palinormitos Beta Code: palino/rmhtos

English (LSJ)

παλινόρμητον, (ὁρμάω) = παλίνορσος, Sch.Ar.Ach.1178, Sch.S.OT193.

German (Pape)

[Seite 450] VLL. u. Schol. Erkl. zum Vor.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλῐνόρμητος: -ον, (ὁρμάω) = παλίνορσος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1179, κλ.

Greek Monolingual

παλινόρμητος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ορμά προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ὁρμητός (< ὁρμῶ)].