χρυσόνομος
μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
English (LSJ)
χρυσόνομον,
A feeding in gold, very rich, v.l. for χρυσόγονος (q.v.).
2 perhaps = χρυσοῦς, ποτήρια PBaden 54.4 (v A. D.).
II parox. χρυσονόμος, ὁ, distributor of gold, χ. τῶν λαμπαδιστῶν SIG1068.11 (Patmos, iii/ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1381] im Golde weidend, schwelgend, daher sehr reich, v.l. bei Aesch. Pers. 79 für χρυσόγονος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόνομος: питающийся золотом, т. е. чрезвычайно богатый (Aesch. - v.l. к χρυσόγονος).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόνομος: -ον, ὁ τρεφόμενος μὲ χρυσόν, λίαν πλούσιος, πλουσιώτατος, διάφ. γραφ. ἀντὶ χρυσόγονος. ΙΙ. χρυσονόμος, ὁ, ὁ νέμων χρυσόν, ταμίας, Ἐπιγρ. Πάτμου, Ἐφ. Ἀρχ. β΄ πέρ. 228-9.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ πλούσιος («χρυσονόμου γενεᾱς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -νομος, αν δεν πρόκειται για δ. γρφ. του χρυσόγονος.
Translations
filthy rich
Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: steenrijk, stinkend rijk; English: exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, filthy rich, immensely rich, superrich, ultrarich, very wealthy; Finnish: upporikas, äveriäs; French: pété de thunes, plein aux as; German: stinkreich, steinreich; Greek: απειρόπλουτος, βαθυκτήμων, βγάζει ένα κάρο λεφτά, βγάζει ένα σκασμό λεφτά, βγάζει ένα σωρό λεφτά, βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βγάζει πολύ χρήμα, βγάζει τρελά λεφτά, βγάζει χοντρά λεφτά, βγάζει χοντρό χρήμα, βουτηγμένος στα λεφτά, βουτηγμένος στο χρυσάφι, δεν ξέρει τι έχει, εκατομμυριούχος, έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες, ζάμπλουτος, ζάπλουτος, ζει μες στη χλιδή, κονομάει χοντρά, κροίσος, λεφτάς, μυριόπλουτος, πάμπλουτος, πλουσιότατος, πολυεκατομμυριούχος, πολυχρήματος, του τρέχουν απ' τα μπατζάκια, τρώει με χρυσά κουτάλια, υπέρπλουτος, φραγκάτος, χεσμένος στο τάλιρο, χλιδάτος; Ancient Greek: βαθύκληρος, βαθυπλούσιος, βαθύπλουτος, βαρύπλουτος, εὐηφενής, εὐπίων, ζάπλουτος, καταπίμελος, λακκόπλουτος, μεγαλοπλούσιος, μεγαλόπλουτος, μέγας, παμπλούσιος, πάμπλουτος, περιπλούσιος, πολύκληρος, πολυκτέανος, πολυκτήματος, πολυκτήμων, πολυπάμων, πολύφορτος, πολυχρηματίας, πολυχρήματος, ὑπερπλούσιος, ὑπερχρήματος, χρυσόνομος; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: podre de rico; Russian: неприлично богатый; Spanish: asquerosamente rico, forrado de dinero, podrido en plata; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก