παράπλους

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράπλους Medium diacritics: παράπλους Low diacritics: παράπλους Capitals: ΠΑΡΑΠΛΟΥΣ
Transliteration A: paráplous Transliteration B: paraplous Transliteration C: paraplous Beta Code: para/plous

English (LSJ)

ὁ, contr. for παράπλοος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
contr. att.
trajet par mer, navigation.
Étymologie: παραπλέω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και παράπλοος Α παραπλέω
πλεύση σε μικρή απόσταση από κάποιο μέρος, ιδίως ο κατά μήκος της ακτής πλους («παράπλοι καὶ περίπλοι καὶ εἴσπλοι ναυτῶν», Αριστείδ.)
αρχ.
1. ταξίδι («ἐν δὲ τῷ παράπλῳ πολλὰς μὲν καὶ ἄλλας χώρας παρημείψαμεν», λουκιαν.)
2. ακτή την οποία παραπλέει το πλοίο
3. ως επίθ. ο κατάλληλος για ακτοπλοΐα («παράπλοας ποιησάμενος τοὺς Σιδητῶν παρῶνας», Πολ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράπλους, zonder contr. παράπλοος -ου, ὁ [παραπλέω] kustvaart; uitbr. overtocht.

English (Woodhouse)

(see also: παράπλοος) coasting voyage, sailing along the coast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

ὁ, zusammengezogen aus παράπλοος.

Lexicon Thucydideum

praeternavigatio, sailing past, 1.36.2, 1.44.3, 2.33.3, 4.25.6, 6.62.3, 7.29.1, 7.50.2, 8.41.2, 8.103.2.