παραδωσείω
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
Desiderat. of παραδίδωμι, to be disposed to deliver up, Th.4.28 (fort. -δοσ-, cf. συμβασείω).
German (Pape)
[Seite 478] desiderat. von παραδίδωμι, ich bin geneigt zu übergeben oder zu überliefern, Thuc. 4, 28.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir envie de livrer.
Étymologie: παραδώσω, f. de παραδίδωμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραδωσείω, desid. bij παραδίδωμι, geneigd zijn te geven.
Russian (Dvoretsky)
παραδωσείω: [desiderat. к παραδίδωμι (только praes.) быть готовым передать Thuc.
Greek Monolingual
Α
επιθυμώ να παραδώσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παραδωσ- του παραδίδωμι + εφετική κατάλ. -(σ)είω (πρβλ. πολεμησείω, ναυμαχη-σείω)].
Greek Monotonic
παραδωσείω: εφετικό του παραδίδωμι, είμαι διατεθειμένος να παραδώσω, επιθυμώ να διαβιβάσω, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παραδωσείω: ἐφετ. τοῦ παραδίδωμι, εἶμαι διατεθειμένος νὰ παραδώσω, Θουκ. 4. 28.
Middle Liddell
[Desiderat. of παραδίδωμι
to be disposed to deliver up, Thuc.