παρακλαίω
From LSJ
English (LSJ)
weep, whine beside, Sch.Ar.V.971.
German (Pape)
[Seite 483] (s. κλαίω), darüber weinen; Theogn. 1037; Schol. Ar. Vesp. 971 erkl. damit κνύζεσθαι.
Russian (Dvoretsky)
παρακλαίω: (fut. παρακλαύσομαι) плакать возле (т. е. перед кем-л.) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
παρακλαίω: κλαίω πλησίον τινός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 971.
Greek Monolingual
ΝΑ
κλαίω πάρα πολύ ή κλαίω πολύ συχνά και για μεγάλο χρονικό διάστημα
αρχ.
κλαίω κοντά σε κάποιον.