παρακράτος
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
Greek Monolingual
το
1. άτυπη ημιαυτόνομη και μυστική πολιτικο-στρατιωτική οργάνωση ή ομάδα που δρα παράλληλα προς τους νόμιμους κρατικούς θεσμούς, με τους οποίους διασυνδέεται και διακλαδώνεται λειτουργικά, και είτε ενεργεί υπό την σκιά της επίσημης εξουσίας ως ενισχυτικός παράγοντάς της και ιδίως του κατασταλτικού της έργου, εκεί όπου και όταν εκείνη δεν θέλει να εμφανίζεται, όπως συμβαίνει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, είτε έχει εξαρτήσεις και από άλλα κέντρα ισχύος, οικονομικά ή άλλα, τών οποίων τις κατευθύνσεις επιδιώκει να επιβάλει και να εφαρμόσει στην εν γένει ζωή του τόπου, όπως συμβαίνει σε υποανάπτυκτα κοινοβουλευτικά καθεστώτα
2. μτφ. κάθε παράνομη ενέργεια η οποία εκπορεύεται από παράνομα και μη θεσμοθετημένα κέντρα εξουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κράτος.