παραχάραγμα

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχᾰ́ρᾰγμᾰ Medium diacritics: παραχάραγμα Low diacritics: παραχάραγμα Capitals: ΠΑΡΑΧΑΡΑΓΜΑ
Transliteration A: paracháragma Transliteration B: paracharagma Transliteration C: paracharagma Beta Code: paraxa/ragma

English (LSJ)

-ατος, τό, perhaps false coinage, Supp.Epigr.3.565.17 (Tyras, iii A. D.): metaph., π. τῆς φύσεως Hippiatr.115.

German (Pape)

[Seite 508] τό, falsches Gepräge, falsche Münze, Sp., auch übertr.

Greek (Liddell-Scott)

παραχάραγμα: τό, ψευδές, κίβδηλον νόμισμα, Κλήμ. Ἀλ. 780. κτλ.· - μεταφορ., παραχάραγμα ἀγιστείας Συνέσ. 115Β.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ παραχαράσσω
1. το αποτέλεσμα του παραχαράσσω, ψεύτικο χάραγμα, κίβδηλο νόμισμα
2. μτφ. παραποίηση, εκτροπήπαραχάραγμα τῆς φύσεως τα τέρατα», Ιππιατρ.).