παρεμφύομαι
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English (LSJ)
Pass., grow in beside, hang upon, Luc.Fug. 10.
German (Pape)
[Seite 515] (φύω), an der Seite anwachsen, παρενεφύετο Luc. fugit. 10.
French (Bailly abrégé)
croître auprès de.
Étymologie: παρά, ἐμφύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εμφύομαι, imperf. 3 sing. παρενέφυετο, krampachtig vasthouden.
Russian (Dvoretsky)
παρεμφύομαι: досл. расти возле, перен. жить рядом: μεθ᾽ οὓς τὸ σοφιστῶν φῦλόν μοι παρενεφύετο Luc. рядом с ними я увидал племя софистов.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμφύομαι: Παθ., φύομαι πλησίον, προσκολλῶμαι ἐπί τινος, Λουκ. Δραπ. 10.
Greek Monolingual
Α
1. εκφύομαι, βλαστάνω, αναπτύσσομαι κοντά σε κάποιον ή κάτι
2. προσκολλώμαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐμφύομαι «φυτρώνω»].