παροδία

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροδία Medium diacritics: παροδία Low diacritics: παροδία Capitals: ΠΑΡΟΔΙΑ
Transliteration A: parodía Transliteration B: parodia Transliteration C: parodia Beta Code: parodi/a

English (LSJ)

ἡ, by-road, as expl. of παροιμία, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

παροδία: πλαγία ὁδός, Γεωργ. Παχυμ. ἐν βίῳ Μιχ. Παλαιολ. 156Α.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ πάροδος
1. πλάγιος δρόμος, μονοπάτι, ατραπός
2. (κατά τον Ησύχ.) «παροιμία».